ακατάπιαστος

ακατάπιαστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός με τον οποίο δεν καταπιάστηκε, δεν ασχολήθηκε κανείς: Εκείνη τη δουλειά που λέγαμε την έχω ακόμη ακατάπιαστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατάπιαστος — η, ο [καταπιάνω] 1. εκείνος, με τον οποίο δεν έχει καταπιαστεί κάποιος, δεν τόν έχει αρχίσει «πρόβλημα ακατάπιαστο», «οικοδομή ακατάπιαστη» 2. αυτός που δεν έχει ασχοληθεί με κάτι, ο άπειρος «ακατάπιαστος στην τέχνη» 3. όποιος δεν μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”